πρωτοφανῶς

πρωτοφανῶς
πρωτοφανής
appearing first
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρωτοφανής — ές, ΝΑ αυτός που εμφανίζεται, γίνεται ή συμβαίνει για πρώτη φορά νεοελλ. συνεκδ. καταπληκτικός, ασυνήθιστος, παράδοξος («πρωτοφανής θρασύτητα»). επίρρ... πρωτοφανώς / πρωτοφανῶς ΝΑ με πρωτοφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φανής (< φαίνω/… …   Dictionary of Greek

  • ՆԱԽԱՅԱՅՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0392 Chronological Sequence: 8c մ. πρωτοφανῶς primordialiter. Իբրեւ նախայայտ, եւ նախ յայտնելով. սկզբնաբար եւ յայտնապէս. *Զիւրոյն լուսաւորութեան պայծառութիւն նախայայտաբար եւ բազմերջանիկ հեղմամբ գերագունիցն էութեանցն յայտնէ. Դիոն. երկն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”